αναδόμηση

αναδόμηση
η [αναδομώ]
η εκ νέου συγκρότηση, η ανασύνθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περεστρόικα — Bλ. λ. Σοβιετική Ένωση. * * * η (σχετικά με τη σοβιετική κοινωνία και οικονομία) αναδόμηση, ανασυγκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. perestroĭka < pere «ανά, διά, μετά» + stroĭka «δόμηση, κατασκευή»] …   Dictionary of Greek

  • Ζίγδης, Ιωάννης — (Λίνδος, Ρόδος 1913 – Αθήνα 1997). Οικονομολόγος και πολιτικός. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην οικονομική σχολή του Λονδίνου (LSE). Νέος ακόμη πήρε μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της… …   Dictionary of Greek

  • αναδομώ — ( είς, εί κτλ.), αναδόμησα, αναδομήθηκα, αναδομημένος, ξαναχτίζω, ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω. Ουσ. αναδόμηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”